υποκόρισμα

υποκόρισμα
το / ὑποκόρισμα, -ίσματος, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι]
όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.-μσν.
υποκοριστικός τύπος
μσν.
1. (με κακή σημ.) μίμηση («ὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)
2. ομοιότητα σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό
μσν.-αρχ.
κολακευτική ονομασία για κάτι το κακό, το ευτελές («τοῡτο ἦν ὑποκόρισμα χρεῶν ἀποκοπῆς», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκόρισμα — a coaxing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορίσματα — ὑποκόρισμα a coaxing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορίσματος — ὑποκόρισμα a coaxing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • папа — I папа I хлеб (из детской речи), укр., блр. папа. Широко распространено: ср. лат. рарра каша , раррārе есть , нов. в. н. Рарре детская кашка , ср. в. н., голл., англ. рар каша ; см. Клюге Гётце 431; Вальде–Гофм. 2, 250; Преобр. II, 14; Зеленин,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κόρισμα — κόρισμα, το (Α) [κορίζομαι] αντί υποκόρισμα* …   Dictionary of Greek

  • σάθων — ωνος, ὁ, Α 1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος 2. (ώς κύριο όν.) Σάθων τίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων …   Dictionary of Greek

  • pap(p)a —     pap(p)a     English meaning: Daddy; meal     Deutsche Übersetzung: Kinderlallwort for “Vater; Speise”     Material: Gk. πάππα voc., ου gen. “Papa”, πάπας πατρὸς ὑποκόρισμα, πάππος “grandfather” (out of it Lat. pappus), παππίᾱς “Väterchen”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”